κυματώδεις

κυματώδεις
κῡματώδεις , κυματώδης
on which the waves break
masc/fem acc pl
κῡματώδεις , κυματώδης
on which the waves break
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκάδα — Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των Ασκληπιαδιδών, γνωστό και ως περικοκλάδα. Έχει φύλλα αντίθετα και άνθη που εμφανίζονται κατά κύματα. Ο καρπός του είναι λοβός με πολυάριθμα, συνήθως, τριχωτά σπέρματα. Το φυτό αυτό χρησιμοποιείται κυρίως ως… …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίδες ή μαλβίδες — (malvaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των μαλαχωδών, η οποία αποτελείται από 80 γένη και 1.000 περίπου είδη παγκοσμίως. Περιλαμβάνει μονοετείς έως πολυετείς πόες, θάμνους και μικρά δέντρα, με κατ’ εναλλαγή, παλαμοειδώς έλλοβα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”